Ιστορία της εκκλησίας

Η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Θεσσαλονίκης αποτελεί τη μεγαλύτερη και παλαιότερη Ευαγγελική Εκκλησία της πόλης. Στη διάρκεια των περίπου 150 χρόνων ιστορίας της έχει προσφέρει ένα σημαντικό έργο, πνευματικής, κοινωνικής, φιλανθρωπικής και πολιτιστικής προσφοράς στα τεκταινόμενα της πόλης μας.

Η ίδρυση της εκκλησίας και τα πρώτα χρόνια (1865-1903)
Από τη δεκαετία του 1860 περίπου είχε αρχίσει να υπάρχει μια πρώτη ομάδα Ελλήνων Ευαγγελικών στη Θεσσαλονίκη. Οι ελάχιστοι τότε Ευαγγελικοί συναθροίζονταν για τη μελέτη της Αγίας Γραφής σ’ ένα σπίτι στη σημερινή Εγνατία οδό, κοντά στο παλαιό τείχος που κατέβαινε από το Επταπύργιο στο Λευκό Πύργο.
Η μικρή ομάδα των Ευαγγελικών αυξανόταν σταδιακά, πράγμα που καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη απόκτησης ευκτήριου οίκου για τη λατρεία τους. Έτσι, το έτος 1865 χτίσθηκε ο ευκτήριος οίκος της οδού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου 6 και συγχρόνως οργανώθηκε η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία. Από αυτούς που πρωτοστάτησαν τα πρώτα χρόνια της εκκλησίας ήταν και ο Σταύρος Μιχαηλίδης, ο οποίος βοηθούσε πολύ τότε την Εκκλησία με τα κηρύγματά του και γενικά με την παρακολούθηση του έργου της, καθώς προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες και κήρυττε για πολλά χρόνια λόγω έλλειψης τακτικού ιεροκήρυκα.
Η επίσημη αυτή εμφάνιση της Ευαγγελικής Εκκλησίας για αρκετά χρόνια συνοδεύτηκε από αντιδράσεις ανθρώπων μη ανεκτικών στη διαφορετικότητα. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα υπήρξαν έντονες διώξεις ή ακόμα και επιθέσεις εναντίον Ευαγγελικών χριστιανών, και χρειάστηκε η επέμβαση των αρχών της πόλης για την προστασία τους.
Το 1897 ποιμένας της εκκλησίας ανέλαβε ο Χρήστος Τόκας, ο οποίος υπηρέτησε με ζήλο και αυταπάρνηση την εκκλησία, έχοντας μια καρποφόρο διακονία. Μετά από τέσσερα χρόνια, κλήθηκε να αναλάβει την Ευαγγελική Εκκλησία Αθηνών, οπότε τον αντικατέστησε εδώ ο ιεροκήρυκας Θόδωρος Θωμαΐδης ως το θάνατό του το 1903.

Από το 1903 ως το 1922
Το 1903 ποιμένας της εκκλησίας ανέλαβε ο αιδ. Αριστείδης Μιχιτσόπουλος. Την εποχή εκείνη ο αριθμός των μελών της εκκλησίας ήταν ελάχιστος και οι συγκεντρώσεις ολιγάριθες από άποψη ακροατών, τόσο κατά τη λατρεία της Κυριακής, όσο και κατά τη συμπροσευχή της Πέμπτης. Η Εκκλησία, ωστόσο, συνέχιζε το έργο της. Στις συναθροίσεις της Κυριακής έρχονταν αρκετοί συμπολίτες μας για να ακούν το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Επιπρόσθετα, η στάση των ομοεθνών Ορθοδόξων απέναντι στους Ευαγγελικούς άρχισε βαθμιαία να γίνεται πιο μετριοπαθής και να επικρατεί πνεύμα κατανόησης σε ζητήματα θρησκευτικής συνείδησης.
Έτσι, από το 1903 μέχρι και την απελευθέρωση της πόλης το 1912 η εκκλησία άρχισε να αυξάνεται παρόλες τις αντίξοες συνθήκες και τις διώξεις που βίωνε κατά καιρούς. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το κτίριο της Εκκλησίας χρησιμοποιήθηκε και από Άγγλους και Γάλλους Στρατιώτες, για τη λατρεία τους. Οι Άγγλοι στρατιώτες κατά την αποχώρησή τους, δώρισαν στην Εκκλησία τον Άμβωνα και την Τράπεζα της Κοινωνίας, που κατασκεύασε ο 33ος Λόχος Μηχανικού. Επίσης κατασκεύασαν τα ξύλινα καθίσματα της εκκλησίας, τα οποία χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα. Οι δε Γάλλοι αφιέρωσαν μια πινακίδα με αφιέρωση ευγνωμοσύνης.
Ο αιδ. Αριστείδης Μιχιτσόπουλος ανέπτυξε πλούσια δράση και στον φιλανθρωπικό και στον κοινωνικό τομέα. Το 1915 πέτυχε, με την πολύτιμη συνεργασία της συζύγου του Μαργαρίτας, την ίδρυση στην πόλη μας Ασύλου για την περίθαλψη ορφανών παιδιών. Στο Άσυλο αυτό, το οποίο στεγάστηκε σε καινούργιο κτίριο που κτίσθηκε ειδικά για το σκοπό αυτό, είχαν γίνει δεκτά 150 περίπου ορφανά παιδιά, τα οποία έμεναν εκεί όλη την ημέρα και νωρίς το βράδυ παραλαμβάνονταν από τους γονείς τους ή τους κηδεμόνες τους.
Το 1916 ανέλαβε καθήκοντα Γενικού Γραμματέα στον Ερυθρό Σταυρό της πόλης μας, που λειτουργούσε τότε ως παράρτημα του Ερυθρού Σταυρού των Αθηνών και εργάσθηκε με μεγάλο ζήλο στην οργάνωσή του, προσφέροντας τις υπηρεσίες του για έναν χρόνο. Το 1917 με τη διάλυση των ορφανοτροφείων της Μικράς Ασίας από τις Τουρκικές Αρχές, πολλά ορφανά Ελληνόπουλα μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί τότε το πρόβλημα της περίθαλψής τους. Ο αιδ. Αριστέιδης Μιχιτσόπουλος σε συνεργασία με φιλανθρωπικές οργανώσεις του εξωτερικού, ανέλαβε τη φροντίδα ίδρυσης Ορφανοτροφείου για την περίθαλψη των ορφανών αυτών παιδιών. Για το σκοπό αυτό, ζήτησε τη συνδρομή του τότε Γενικού Διοικητή Μακεδονίας, με διαταγή του οποίου επιτάχθηκε η Μονή Σφηνίτσας, που βρίσκεται στην περιφέρεια Αλεξάνδρειας-Βέροιας, όπου εγκαταστάθηκε το ορφανοτροφείο. Στο Ορφανοτροφείο αυτό, ο αριθμός των παιδιών είχε φτάσει στα 200. Λειτούργησε μάλιστα από το 1917 έως το 1924.
Την ίδια περίοδο ενισχύεται σημαντικά η εκκλησία και έτσι δίνεται από κάθε άποψη ώθηση στην πρόοδο του έργου της. Η εκκλησία φροντίζει ιδιαίτερα για τη θρησκευτική κατήχηση των παιδιών των Ευαγγελικών οικογενειών και για το σκοπό αυτό οργανώνεται και ξεκινάει τη λειτουργία του από το έτος 1917 το Κυριακό Σχολείο, το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα. Στο κατηχητικό αυτό σχολείο αυτό αρχικά φοιτούσαν παιδιά ηλικίας ως 16 ετών, ενώ νέοι και νέες της Εκκλησίας προσέφεραν πρόθυμα τις υπηρεσίες τους για την καλή διδασκαλία των παιδιών και τον καταρτισμό τους στη χριστιανική πίστη και ευσέβεια. Παράλληλα με το Κυριακό Σχολείο των μικρών παιδιών ξεκίνησε τη λειτουργία του και ένα αντίστοιχο για ενηλίκους.
Κάποια από τα βασικότερα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου για την Ευαγγελική Εκκλησία ήταν η ίδρυση του Χριστιανικού Συλλόγου Νέων και Νεανίδων, με πλούσια δράση εντός και εκτός της Εκκλησίας. Η δράση του Συλλόγου εκδηλώθηκε έντονα μέσα από τη συμμετοχή των νέων της εκκλησίας σε διάφορες δράσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται η συμμετοχή τους στη νεοσυσταθείσα τότε Χορωδία της εκκλησίας, καθώς και οι τακτικές τους επισκέψεις στα νοσοκομεία της πόλης.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή: 1922-1953
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, παρότι οι Ευαγγελικοί της Μικράς Ασίας εξαιρούνταν της ανταλλαγής πληθυσμών, εντούτοις επέλεξαν να ακολουθούσουν τους ορθόδοξους αδελφούς τους μαζί στην νέα τους πατρίδα. Έτσι, πολλοί Πόντιοι και Μικρασιάτες Ευαγγελικοί εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη και άρχισαν να εκκλησιάζονται στην εκκλησία μας, η οποία αυξήθηκε αριθμητικά, και ανέπτυξε ένα δυναμικό φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο ανάμεσα στους πρόσφυγες.
Το 1922 ο αιδ. Μιχιτσόπουλος ανέλαβε καθήκοντα Γενικού Γραμματέα στην υπηρεσία διανομής ιματισμού στους ομοεθνείς πρόσφυγες του Καυκάσου, που οργανώθηκε από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό σε συνεργασία με τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα του ανατέθηκε η διεύθυνση του Ορφανοτροφείου για ορφανά κορίτσια προσφύγων στον Συνοικισμό Καλαμαριάς. Την ίδια χρονιά εργάσθηκε δραστήρια και πέτυχε, σε συνεργασία με τον Χαράλαμπο Σιδηρόπουλο, γιατρό και προεστώτα Πρεσβύτερο της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Κατερίνης, την παραχώρηση έκτασης για την ίδρυση του Συνοικισμού Ευαγγελικών προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο στην Κατερίνη, ενώ μερίμνησε και για τη γεωργική τους αποκατάσταση.
Τα επόμενα χρόνια ξεκίνησε η έκδοση μηνιαίας θρησκευτικής εφημερίδας, με τίτλο «Εφημερίς της Χάριτος» από τον Μάρτιο του 1931 μέχρι το Δεκέμβριο του 1932 και η έκδοση του μηνιαίου θρησκευτικού περιοδικού «Ευαγγελικός Κήρυξ» από τον Ιανουάριο του 1929 μέχρι το τέλος του 1936. Παράλληλα η εκκλησία εξέδιδε και τη μηνιαία θρησκευτική εφημερίδα με τίτλο «Εφημερίς της Σωτηρίας».
Με την πάροδο των ετών τα μέλη της εκκλησίας αυξάνονταν, και αυτό δημιούργησε την ανάγκη διεύρυνσης της αίθουσας των συναθροίσεων. Η πρώτη διεύρυνση του χώρου είχε γίνει το 1926, και έτσι ο χώρος της εκκλησίας είχε περίπου διπλασιαστεί από τον αρχικό. Το έτος 1948, με νέα επέκταση της αίθουσας, ο χώρος έγινε τριπλάσιος του αρχικού.

Νεότερα χρόνια: Από το 1953 ως σήμερα
Το 1953, μετά από 50 χρόνια ευδόκιμης διακονίας του αιδ. Μιχιτσόπουλου, ποιμένας της εκκλησίας ανέλαβε ο αιδ. Στέλιος Καλοτεράκης. Τα επόμενα χρόνια το έργο της εκκλησίας αυξανόταν, και το ίδιο και τα μέλη της. Ο αιδ. Καλοτεράκης ανέπτυξε επίσης σειρά δράσεων που συνέβαλαν στην διάδοση της Αγίας Γραφής μέσω της Βιβλικής Εταιρείας, αλλά και την πρόοδο του οικουμενικού διαλόγου στην Ελλάδα, και στη συνεργασία Ορθοδόξων, Καθολικών και Ευαγγελικών στη χώρα μας.
Ωστόσο, η φυσική φθορά του κτιρίου της εκκλησίας γινόταν με την πάροδο των χρόνων όλο και πιο εμφανής, με αποτέλεσμα το 1965 να καθίσταται αναγκαία η ανοικοδόμηση ενός νέου ναού, στη θέση του προηγούμενου. Έτσι, το 1968 το παλαιό κτίριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του αναγέρθηκε η σημερινή εκκλησία, η οποία εγκαινιάστηκε την Κυριακή 17 Οκτωβρίου 1971. Τρία χρόνια αργότερα ολοκληρώθηκε και η βοηθητική αίθουσα «Αποστόλου Παύλου».
Στα χρόνια που ακολούθησαν σημαντική άνοδο σημείωσε το έργο ανάμεσα στους φοιτητές και τους νέους. Αντίστοιχα αναπτύχθηκε δυναμικά και το φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας, μέσω της δημιουργίας το 1984 του «Χριστιανικού Στεκιού», μίας διακονίας για τους ναρκομανείς και τους περιθωριακούς της πόλης μας, και η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, εστιάζοντας πλέον κυρίως σε άστεγους και σε πρόσφυγες.
Το 1990 ποιμένας της εκκλησίας ανέλαβε ο αιδ. Γιώργος Γούδας. Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησαν να υπάρχουν οι ομάδες μαθητείας της εκκλησίας μας, μια πρωτοβουλία που ανταποκρίθηκε στην ανάγκη για περαιτέρω κατήχηση των πιστών της εκκλησίας. Αντίστοιχα το 1992 ξεκίνησε τη λειτουργία του και το Βιβλικό Κέντρο Εκπαίδευσης, το οποίο αποτέλεσε επίσης ευκαιρία για βαθύτερη εμβάθυνση στη μελέτη της Βίβλου, και υπήρξε ανοιχτό προς πιστούς όλων των εκκλησιών για να το παρακολουθήσουν.
Παράλληλα, η εκκλησία συνέχισε και ανέπτυξε τις κοινωνικές και φιλανθρωπικές της δράσεις, μέσα από την επέκταση του έργου του «Χριστιανικού Στεκιού», το οποίο ιδιαίτερα με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, κλήθηκε από το 2009 και μετά να ανταποκριθεί σε εξαιρετικά αυξημένες ανάγκες για βοήθεια στους φτωχούς και αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας.
Τα τελευταία χρόνια η εκκλησία μας έχει αναπτύξει μια σειρά από νέες δράσεις για παιδιά, εφήβους, νέους και οικογένειες. Το 2014 καθώς το έργο και οι ανάγκες της εκκλησίας αυξάνονταν, ανέλαβε χρέη συνεργού ποιμένα ο αιδ. Σωτήρης Μπούκης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο έργο της νεολαίας.
Η εκκλησία επίσης τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μια σειρά από κοινωνικές δράσεις για την πόλη μας, καθώς και μουσικές εκδηλώσεις και συναυλίες που συγκεντρώνουν ακροατές από ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, αναπτύχθηκαν νέες δράσεις για την αξιοποίηση της τεχνολογίας στη μελέτη της Βίβλου, καθώς και στην αναμετάδοση των συναθροίσεων της εκκλησίας μέσω του διαδικτύου.
Με το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού, η εκκλησία μας ανέπτυξε ειδικά προγράμματα στήριξης οικογενειών που είχαν πληγεί από την πανδημία και χρειάζονταν οικονομική ενίσχυση. Στη διάρκεια των δύο lockdown οι συναθροίσεις της γίνονταν χωρίς την παρουσία κοινού, και αναμεταδίδονταν διαδικτυακά, ενώ όταν επιτράπηκε και πάλι η δια ζώσης παρακολούθηση, εφάρμοσε πρωτοποριακά υγειονομικά πρωτόκολλα, για την προστασία της δημόσιας υγείας κατά τις συναθροίσεις της.

Scroll to Top